DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
punktéring n ~en ~ar
earth.sc. διάτρηση
el. ηλεκτρική κατάρρευση; δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού; διάσπαση του διηλεκτρικού
industr., construct. τρύπημα