DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
punkt n ~en ~er
commun. η τελεία στον κώδικα Mόρς; στιγμή Μορς; τελεία Μορς
econ., fin., insur. μονάδα βάσης
environ. σημείο n; αιχμή; βαθμός m; βελόνα f; σταθμός m; στιγμή; σημείο/στιγμή/αιχμή/βαθμός/βελόνα/σταθμός n
fin. θέση του προϋπολογισμού
IT, dat.proc. σημείο Didot
law παράγραφος m
stat., fin. δεκαδικό σημείο
work.fl. τελεία m
punkt i budgeten n
fin., econ. θέση; θέση του προϋπολογισμού