DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pùtsning n ~en ~ar
industr., construct. γαρνιτούρα f; βούρτσα από ψάθα για καθάρισμα του χαρτζιού; ξέσμα
industr., construct., chem. απομάκρυνση πηλού από τα άκρα; ξέση