DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
provningsriktlinje n
environ. οδηγία κατευθυντήρια γραμμή ελέγχου; οδηγία κατευθυντήρια γραμμή ελέγχου δοκιμασίας; οδηγία κατευθυντήρια γραμμή ελέγχου (δοκιμασίας)