DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
prototýp [-ty´p] n ~en ~er
econ. πρωτότυπο m
IT κατασκευάζω
IT, dat.proc. πιλοτικό μοντέλο
mech.eng. κομμάτι προς αντιγραφή
tech., mater.sc. πρωτότυπον