DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
prognós [-gnå´s] n ~en ~er
commun., life.sc. πρόβλεψη καιρού
econ., stat. προβλέψεις; προγνώσεις
environ. πρόβλεψη; πρόγνωση; πρόβλεψη/πρόγνωση
industr. πρόγραμμα προβλέψεων
market. κατάσταση πρόβλεψης
stat. κατά πρόβλεψη υπολογισμός; ισοζύγιο προβλέψεων