DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
profíl [-fi´l] n ~en ~er
commun. κατατομή
commun., IT λειτουργικό πρότυπο; λειτουργική κατατομή
econ. μορφοχάλυβες m
met. μορφοχάλυβας m; χάλυβας μορφής; διατομή; προφίλ
transp. γεωλογική τομή
profíllinje [-fi´l] n
transp., construct. χάραξη σε μηκοτομή; γεωμετρία οδού σε μηκοτομή; μηκοτομή
Profíl [-fi´l] n
comp., MS Προφίλ