DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
produktivitét [-ite´t] n ~en
econ. παραγωγικότητα f
econ., transp. βαθμός αποδόσεως προσωπικού
environ. αποδοτικότητα f; παραγωγικότητα/αποδοτικότητα f
market. τεχνική απόδοση