DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
produktión n ~en ~er
econ. παραγωγή
forestr. χωρητικότητα f; ικανότητα f
mater.sc. κατασκευή m
pharma., account. Προϊόν
produktión aktivitet n
account. παραγωγή δραστηριότητα