DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
própp [pråp´] n ~en ~ar
commun. βύσμα; φις
construct. πώμα f; πωμάτωση μέσω μάζας σκυροδέματος
earth.sc., mech.eng. αρσενική τάπα; αρσενικό πώμα
el. ελεύθερο βύσμα; βύσμα προσάρτησης
Própp [pråp´] n
commer. Πώμα εισχώρησης