DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
prick n ~en ~ar
gen. κηλίδα
el. σημείο αναφοράς στην οθόνη
transp., nautic. σημαντήρας με ιστό; σημαντήρας με πάσσαλο
prickar n
nat.sc., agric. στίγμα f; κηλίδα