DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
preskription n ~en ~er
environ. νόμιμη σύντμηση της προθεσμίας παραγραφής
law αποσβεστική παραγραφή; παραγραφή; παραγραφή δικαιώματος άσκησης αγωγής