DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
preform n
commun., IT preform οπτικού κυματοδηγού; πρόπλασμα οπτικού κυματοδηγού
earth.sc., mater.sc. οπτική κατεργασία
el. πρεφόρμ; προδιαμόρφωμα; πρόπλασμα