DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
prèssning n ~en ~ar
agric., industr. σύνθλιψη
environ. σύμπτυξη m; πίεση; έκθλιψη; λιθοκόλληση; συμπίεση; συμπύκνωση/συμπίεση/σύμπτυξη/κυλίνδρωση; πίεση/συμπίεση/έκθλιψη/λιθοκόλληση
industr., construct. αποστράγγιση; ξεζούμισμα; στέγνωμα f; πρεσσάρισμα