DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
prö̀vning n ~en ~ar
gen. εξέταση
environ. δοκιμασία; ανάλυση (μεταλλεύματος)
pharma., environ. δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος
pròvning n ~en ~ar
econ. δοκιμή
IT εξέταση
mech.eng., el. δοκιμές επίδοσης; δοκιμές απόδοσης