DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
prä̀gla v
gen. νομισματοκοπώ; αποτυπώνω
fin. νομισματοκοπείο
industr., construct. σχηματίζω σχέδια; κομποδένω; γκοφράρω με την καλάνδρα πάνω στο ύφασμα