DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
positión n ~en ~er
IT θέση
transp. στάση αεροσκάφους; θέση αεροσκάφους; θέση-προσανατολισμός
positión geografisk belägenhet n
forestr. τοποθετώ; τοποθεσία f; στίγμα f (γεωγραφικό)