DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
port [port´ el. po´rt] n ~en ~ar
commun. θύρα πρόσβασης
earth.sc., mech.eng. στόμιο m
el. θύρα f; ζεύγος ακροδεκτών
industr., construct. αυλόπορτα f; εξώθυρα; πυλών
IT πόρτα f; αφηρημένη θύρα; αφηρημένη πόρτα; υλικό πύλης