DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
porositet [-ite´t] n ~en
coal., met. το πορώδες
earth.sc. πορώδες f
el. ποσοστό πόρωσης
mater.sc. κενό
met. το πορώδες άμμου; πορώδες στη συγκόλληση από εγκλεισμένο αέριο μονοξείδιο του άνθρακα