DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
por n ~en ~er
el. οπή άμορφη κυκλική; οπή από λανθασμένη επεξεργασία
met. πόρος m
met., mech.eng. οπή πείρου; οπή περόνης
porer n
transp. πόροι