DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pool [po´l] n ~en ~er
gen. πισίνα f
environ. όμιλος m; νερόλακκος m
law ένωση βιομηχάνων; καρτέλ ποσόστωσης της παραγωγής; κοινοπρακτικές ρυθμίσεις; κοινοπραξία f; ρυθμίσεις για δημιουργία κοινού ταμείου; συνασπισμός m; συντεχνία f; τραστ επιχειρηματιών
transp. συνεκμετάλλευση; συνεκμετάλλευση με τη μορφή της κοινοπραξίας