DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
politík [-i´k] n ~en
econ. πολιτική
environ. πολιτική; πολιτικά f; πολιτικολογία f; πολιτική επιστήμη/πολιτικά/πολιτικολογία; πολιτική επιστήμη/πολιτικά/πολιτικολογία