DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pòst [pås´t] n ~en ~er
gen. λογαριασμός, κονδύλι
commun. ανταποκρίσεις; ταχυδρομείο m
commun., IT λήμμα καταλόγου; λήμμα
comp., MS εγγραφή
construct. διαχώρισμα παραθύρου; ενδιάμεσος παραστάτης
forestr. αντικείμενο m (από ξύλο)
industr., construct., met. φόγκα; μασούρι προφόρμας; θέση φυσήματος; στάγμα f
IT εγγράφω