DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
planéring n ~en ~ar
environ. σχεδιασμός m; προγραμματισμός m; υποδιαίρεση σε ζώνες; υποδιαίρεση σε ζώνες; σχεδιασμός/προγραμματισμός m; ζώνωση/υποδιαίρεση σε ζώνες
transp., construct. εξομάλυνση επιφανείας