DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
plàtta v
construct. πανέλο; τμήμα επιπέδου στοιχείου; στοιχείο λιθόστρωτου; δίσκος
econ. πλατέα
el. πλάκα
industr., construct. πλακόλιθοι