DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
plàn n ~en ~er
gen. αεροπλάνο m
construct. όροφος m
environ. σχέδιο; σχεδιάγραμμα f; σχέδιο/σχεδιάγραμμα
forestr. οριζόντιος m; επίπεδος
mater.sc., construct. κάτοψη
mech.eng., el. στρώση
scient., el. επίπεδο