DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
plå̀t n ~en ~ar
agric. κάμινος m; δίσκος έψησης
construct. πλάκα f
econ. φύλλο
el. πλάκα βάσης
met. έλασμα
tech., mech.eng. πινακίδιο σε πίνακα; ενδεικτική πινακίδα