DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pitotrör v
earth.sc., tech. σωλήνας ολικής πίεσης; μετρητής Pitot
nat.sc., transp., avia. σωλήνας PITOT
transp., avia. σωλήνας πιτότ; σωλήνας Pitot/Τεχν. αεροσκ.
transp., tech. κεφαλή πιτότ-στατικής; σωλήνας πιτότ-στατικής