DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
persistens [-en´s] n ~en
agric. προσκολλητικότητα f
environ. ανθεκτικότητα f; ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση f; υψηλή υπολειμματική δράση 2. ανθεκτικότητα στο περιβάλλον
life.sc. τάση για διατήρηση του καιρού
med. επίμονος; επιμονή; έμμονος
stat. εμμονή