DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
perniciosa adj.
med. αναιμία Addison; κακοήθης αναιμία; κακοήθης ασθένεια; κακοήθης πυρετός
perniciös [-ö´s] adj. ~t ~a
med. κακοήθης; καταστρεπτικός; ολέθριος