DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
permeabilitet [-ite´t] n ~en
agric., construct. διαπερατότης m
earth.sc. αγωγιμότητα f; δεκτικότητα f; διαπερατóτητα
environ. διαπερατότητα f
transp. διαπερατότητα εδάφους