DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
perkolation n
construct. διήθηση
earth.sc. διήθησις; εισρέουσα διήθησις
environ. Διαποτισμός m; διήθηση/διαρροή/διαποτισμός
pharma. εξίκμαση
perkolation
: 1 phrase in 1 subject
Information technology1