DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pendling n ~en ~ar
commun., IT εναλλακτικές ερωτήσεις
earth.sc., mech.eng. παλμικότητα f; ταλάντωση
econ. παλινδρομική διακίνηση
lab.law., transp. κίνηση προς και από τον τόπο εργασίας
mech.eng., el. ταλάντωση ταχύτητας
met. κυματοειδής κίνηση