DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pendeltrafik n ~en
commun., transp. επικοινωνία με μικρά λεωφορεία μεταξύ δύο κοντινών σημείων
transp. μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας; συγκοινωνία επαγγελματικής διαδρομής; κυκλοφορία χρηστών