DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pellets n
agric. δεμάτι; μπάλλα σανού
pellet [pel´et] n ~en; pl. ~ar hellre än ~s
el. σφαιρίδιο στερεού δευτερίου-τριτίου; σφαιρίδια
health. σφαιρίδιο