DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pèlare n ~n; pl. ~, best. pl. pelarna
construct. υποστύλωμα f; μεσόβαθρο
mech.eng. κάθετος σκελετός; σκελετός m; ευθεία ανάρτηση; στρογγυλή κολόνα
social.sc. συνταξιοδοτικός πυλώνας
transp., construct. κίων f; κολόνα; στήλη; στύλος
transp., mech.eng. μπουντέλι; ορθοστάτης; υποστήριγμα f