DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
parkerad v
forestr. σταθμευμένο; παρκαρισμένο
parkera v
comp., MS θέτω σε αναμονή; αναμονή; παρκάρισμα
Parkera v
comp., MS Χώρος στάθμευσης
parkerat v
comp., MS σε αναμονή; Σε αναμονή
Parkera v
comp., MS Αναμονή