DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
parkéring n ~en ~ar
gen. παρκάρισμα
commun., IT τρόπος λειτουργίας στάθμευσης κλήσης
law, commun., IT αναμονή κλήσης; κατειλημμένο ειδικής αναμονής; στάθμευση κλήσης
mun.plan., transp. στάθμευση; στάθμευσις m