DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
papperslös adj. ~t ~a
immigr. άτομο χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα; άτομο χωρίς χαρτιά; αλλοδαπός χωρίς ταξιδιωτικό έγγραφο; αλλοδαπός χωρίς χαρτιά