DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
panel [-e´l] n ~en ~er
gen. πάνελ
commun. πίνακας f; πεδίο
comp., MS πλακίδιο m
construct. ξυλοεπένδυση
fish.farm. φύλλο δικτυώματος
hobby, transp. φάτνωμα αλεξίπτωτου
industr., construct. λεπτοσανίς,φύλλον,ταμπλάς m
interntl.trade. ειδική ομάδα
law επιτροπή εμπειρογνωμόνων
transp. φάτνωμα αερόστατου