DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
pàssa v
gen. προσαρμόζω
agric. πλαγιοδιποδίζω
pàssande v
gen. κατάλληλος
textile σωστή εφαρμογή στο πόδι
passé adj.
agric. εξαντλημένος; ξεθυμασμένος