DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pàpper n ~et el. pappret; pl. ~, best. pl. ~en el. pappren
econ. χαρτί m
environ. ανακοίνωση; αξιόγραφο m; έγγραφο; εφημερίδα; τίτλος m
fin. χαρτί του τραπεζογραμματίου