DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pàckning n ~en ~ar
chem. πακετοποίηση
construct. σταθεροποίηση; αντοχή του κονιάματος
earth.sc., mech.eng. σαλαμάστρα f
environ. συμπίεση στερεών αποβλήτων; συμπίεση απορριμμάτων
forestr. παρέμβυσμα f; στεγανοποίηση
hobby, transp. συσκευασία αλεξίπτωτου
industr., construct. συμπίεση; πρεσάρισμα
industr., construct., met. χώρος συσκευασίας; υλικό συσκευασίας
IT, dat.proc. σύμπτυξη m
mech.eng. σύνδεση αποφυγής διαρροής
met. συσκευασία f
met., mech.eng. ενισχυτικό παρέμβυσμα; υπόβαθρο m