DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
pöl n ~en ~ar
environ. δεξαμενή; κοινοπραξία f; λεκάνη; όμιλος m; νερόλακκος m
pòl n ~en ~er
commun. πόλος συνδέσμου
commun., el. πόλος m
el. ακροδέκτης δικτύου
mech.eng., el. πυρήνας πόλου
stat., el. ακροδέκτης m
Polen n
econ. Πολωνία f
geogr. Δημοκρατία της Πολωνίας
polèr n
stat., fin., el. πόλοι m