DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
påringande abonnent
commun., IT καλών f; συνδρομητής m
stat., commun., scient. ο καλών συνδρομητής; ο καλών
påringad abonnent
stat., commun., scient. ο καλούμενος συνδρομητής; ο καλούμενος