DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
på̀känning n ~en ~ar
earth.sc., chem. τάση
earth.sc., mater.sc. καταπόνηση; εσωτερική δύναμη
tech., construct. δρώσα καταπόνηση
tech., mater.sc. δοκιμασία
transp. φορτίο m