DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
overlappning n
industr., construct. αλληλοκάλυψη; υπέρθεση
överlappning n ~en ~ar
chem. ζώνη αλληλοκάλυψης
commun., el. επικάλυψη
earth.sc., mech.eng. θετική επικάλυψη
industr., construct. υπέρθεση; ταινία επικάλυψης άκρων σανίδας; αλληλοκάλυψη
met. κάλυψη; υπερκάλυψη