DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ostmogning n
agric. τελική φάση ωρίμανσης τυριού; τελικό στάδιο ωρίμανσης τυριού
agric., food.ind. ωρίμασμα; ωρίμανση; ωρίμαση