DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
organísm [-is´m] n ~en ~er
gen. οργανισμός m
mater.sc. Οργανισμός m
organismer n
environ. Οργανισμός m; ζωντανοί οργανισμοί/ζωντανά είδη; οργανισμοί ταξονομία