DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
option n ~en ~er
gen. προαίρεση
fin. χρηματοοικονομικά δικαιώματα
forestr. επιλογή
optioner n
account. προαιρετικά δικαιώματα οψιόν
options n
fin. οψιόν